νηριτόφυλλος

νηριτόφυλλος
νηριτόφυλλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολύφυλλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό-φυλλος, μεγαλό-φυλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νηριτόφυλλον — νηριτόφυλλος masc/fem acc sg νηριτόφυλλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”